προοδηγός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(6_15)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προοδηγός''': ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198.
|lstext='''προοδηγός''': ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ὁδηγός]]<br />αυτός που προχωρεί, που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει τον δρόμο.
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοδηγός Medium diacritics: προοδηγός Low diacritics: προοδηγός Capitals: ΠΡΟΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: proodēgós Transliteration B: proodēgos Transliteration C: proodigos Beta Code: proodhgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A one who goes before to show the way, τοῦ πολέμου LXX 2 Ma.12.36.

German (Pape)

[Seite 737] ὁ, der vorangehende Wegweiser, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

προοδηγός: ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ὁδηγός
αυτός που προχωρεί, που βαδίζει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο.