παυστέον: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυστέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[παύω]], δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.
|lstext='''παυστέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[παύω]], δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστέον Medium diacritics: παυστέον Low diacritics: παυστέον Capitals: ΠΑΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: paustéon Transliteration B: pausteon Transliteration C: pafsteon Beta Code: pauste/on

English (LSJ)

(παύω)

   A one must stop, put an end to, Pl.R.391e, Grg. 523d, etc.    II (παύομαι) one must cease, Plu.2.6c : c. gen., τῆς ὁρμῆς Dexipp. Hist.26.10 J.

Greek (Liddell-Scott)

παυστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παύω, δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.

Greek Monotonic

παυστέον: ρημ. επίθ. του παύω, αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.