ἰκμάω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_2) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]]. | |lstext='''ἰκμάω''': [[λικμάω]], «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, [[τραυματίζω]], τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. [[ἰκτέα]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: [[winnow]]<br />See also: s. [[λικμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 3 January 2019
English (LSJ)
(A),= λικμάω, Hsch. (Act. and Pass.):—also ἰκμάσαι· ἐφορμῆσαι, Id. (For νικμάω, ν being lost by dissimilation;
A v. νεικητήρ.)
ἰκμάω (B), in Pass., Cypr. acc. pl. masc. pf. part.
A ἰκμαμένος wounded, Inscr.Cypr.135.3 H. (or ἰγμ- as Schwyzer 679.3). (Perh. cogn. with Lat. ico.)
German (Pape)
[Seite 1248] = λικμάω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάω: λικμάω, «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, τραυματίζω, τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. ἰκτέα.