τριγλίς: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριγλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[τρίγλη]], ἅ φησιν [[οὗτος]] μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - [[ὡσαύτως]] τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1. | |lstext='''τριγλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[τρίγλη]], ἅ φησιν [[οὗτος]] μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - [[ὡσαύτως]] τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(υποκορ. του [[τρίγλη]]) μικρή [[τρίγλη]], [[μπαρμπουνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.
Greek (Liddell-Scott)
τριγλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ τρίγλη, ἅ φησιν οὗτος μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - ὡσαύτως τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(υποκορ. του τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].