ἀσκωλιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(6_14)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = [[Πολυδ]]. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = [[Πολυδ]]. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados]] en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιασμός Medium diacritics: ἀσκωλιασμός Low diacritics: ασκωλιασμός Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: askōliasmós Transliteration B: askōliasmos Transliteration C: askoliasmos Beta Code: a)skwliasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A leaping on greased wineskins, Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιασμός: ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, ὅπερ ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, ἤτοι εἰς μῆκος ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν οὕτως, οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη σήμερον ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.