ἐντόσθια: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντόσθια''': -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το [[ἔγκατα]], [[ἔνδινα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[ἐνδόσθια]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «[[ἐνδόσθια]]· [[ἔγκατα]]», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.
|lstext='''ἐντόσθια''': -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το [[ἔγκατα]], [[ἔνδινα]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[ἐνδόσθια]] παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «[[ἐνδόσθια]]· [[ἔγκατα]]», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />intestins, entrailles.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντοσθε]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 857] τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσθια geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντόσθια: -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το ἔγκατα, ἔνδινα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ τύπος ἐνδόσθια παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδόσθια· ἔγκατα», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
intestins, entrailles.
Étymologie: ἔντοσθε.