ἀναπληρωτέον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπληρωτέον''': ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2. | |lstext='''ἀναπληρωτέον''': ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que llenar]] τοὺς ... διακένους τόπους <i>Gp</i>.9.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[satisfacer]] τὴν ἀλήθειαν Plu.<i>Cim</i>.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
A one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.
Spanish (DGE)
hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
•fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.