τρισέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
(6_18)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισέραστος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἐραστός]], [[πάνυ]] [[προσφιλής]], [[σφόδρα]] [[ἀγαπητός]], πᾶσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.
|lstext='''τρισέραστος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἐραστός]], [[πάνυ]] [[προσφιλής]], [[σφόδρα]] [[ἀγαπητός]], πᾶσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], [[αξιαγάπητος]] («πᾱσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]]», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστός]] «[[αγαπητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔραμαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>έραστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισέραστος: -ον, ὁ τρὶς ἐραστός, πάνυ προσφιλής, σφόδρα ἀγαπητός, πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ-έραστος].