τρισέραστος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
τρισέραστος: -ον, ὁ τρὶς ἐραστός, πάνυ προσφιλής, σφόδρα ἀγαπητός, πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.
Greek Monolingual
-ον, Μ
πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυέραστος].