ὀτρυντικός: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29.
|lstext='''ὀτρυντικός''': -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, [[διεγερτικός]], Εὐστ. 831. 29.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτρυντικός]], -ή, -όν (Μ) [[ο τρύνω]]<br />αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει.
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρυντικός Medium diacritics: ὀτρυντικός Low diacritics: οτρυντικός Capitals: ΟΤΡΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: otryntikós Transliteration B: otryntikos Transliteration C: otryntikos Beta Code: o)truntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stirring up, rousing, Eust.831.29.

German (Pape)

[Seite 405] antreibend, ermunternd, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντικός: -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, διεγερτικός, Εὐστ. 831. 29.

Greek Monolingual

ὀτρυντικός, -ή, -όν (Μ) ο τρύνω
αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει.