ἀνεκτέος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκτέος''': -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; [[ὕβρις]], ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478. | |lstext='''ἀνεκτέος''': -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; [[ὕβρις]], ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀνέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be borne, ἀνεκτέα (sc. ἐστι τάδε) S.OC883; ἀνεκτέα τάδε (restored for ἀνεκτά) Ar.Lys.477: ἀνεκτέον, Clearch.4.
German (Pape)
[Seite 221] zu dulden, Soph. O. C. 887.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτέος: -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, δεῖ ἀνέχεσθαι, ἀνεκτέα (ἐνν. ἐστὶ τάδε), ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; ὕβρις, ἀλλ’ ἀνεκτέα Σοφ. Ο. Κ. 883· ἀνεκτέα τάδε (διορθωθὲν ἀντὶ ἀνεκτὰ) Ἀριστοφ. Λυσ. 478.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀνέχω.