Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁλυκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(6_7)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλῠκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἅλας]], ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 ([[ἔνθα]] [[ἁλικώδης]] διὰ τοῦ ι).
|lstext='''ἁλῠκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἅλας]], ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 ([[ἔνθα]] [[ἁλικώδης]] διὰ τοῦ ι).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁλυκώδης]], -ες (Α) [[ἁλυκός]]<br />αυτός που μοιάζει [[αρμυρός]], που έχει [[γεύση]] αλατιού, ο [[υφάλμυρος]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῠκώδης Medium diacritics: ἁλυκώδης Low diacritics: αλυκώδης Capitals: ΑΛΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: halykṓdēs Transliteration B: halykōdēs Transliteration C: alykodis Beta Code: a(lukw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr.HP9.11.2 (ubi ἁλικώδης).

German (Pape)

[Seite 110] ες, salzartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).

Greek Monolingual

ἁλυκώδης, -ες (Α) ἁλυκός
αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος.