γλοία: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_9)
(8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλοία''': ἢ γλοιά, ἡ, = [[γλία]], [[κόλλα]], Ἡσύχ.
|lstext='''γλοία''': ἢ γλοιά, ἡ, = [[γλία]], [[κόλλα]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[γλία]], η (AM [[γλία]], Α και [[γλοία]] και γλοιά)<br />[[κόλλα]], [[κολλώδης]] [[ουσία]]·|| <b>νεοελλ.</b> ο [[ερειστικός]] [[ιστός]] ο [[οποίος]] περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα τών Σπονδυλόζωων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλία]] ανάγεται σε IE <i>glei</i> «[[κολλώ]], [[αλείφω]]», απ' όπου και τα [[γλίχομαι]], [[γλοιός]], [[γλίνη]]) <b>[[πρβλ]].</b> ρωσ. <i>glej</i> «[[πηλός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλοία Medium diacritics: γλοία Low diacritics: γλοία Capitals: ΓΛΟΙΑ
Transliteration A: gloía Transliteration B: gloia Transliteration C: gloia Beta Code: gloi/a

English (LSJ)

or γλοιά, ἡ,

   A = γλία, glue, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)
κόλλα, κολλώδης ουσία·