ὑποκαθίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_20) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκαθίσταμαι''': Παθ., κατακαθίζω εἰς τὸν πυθμένα ὡς καθίζημα, ὑπόστασιν ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ἀγγείου ὑποκαθισταμένην Γαλην. τ. 19, σ. 605, 7. ΙΙ. [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν ἑτέρου, Ἡρῳδιαν. 8. 8. | |lstext='''ὑποκαθίσταμαι''': Παθ., κατακαθίζω εἰς τὸν πυθμένα ὡς καθίζημα, ὑπόστασιν ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ἀγγείου ὑποκαθισταμένην Γαλην. τ. 19, σ. 605, 7. ΙΙ. [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν ἑτέρου, Ἡρῳδιαν. 8. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποκαθίσταμαι]] ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[υποκαθιστώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A settle at the bottom, of sediment, Gal.19.605. 2 subside, of symptoms, Aret.CA1.1. II take the place of another, Hdn.8.8.2: Act. in Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθίσταμαι: Παθ., κατακαθίζω εἰς τὸν πυθμένα ὡς καθίζημα, ὑπόστασιν ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ἀγγείου ὑποκαθισταμένην Γαλην. τ. 19, σ. 605, 7. ΙΙ. λαμβάνω τὴν θέσιν ἑτέρου, Ἡρῳδιαν. 8. 8.
Greek Monolingual
ὑποκαθίσταμαι ΝΑ
βλ. υποκαθιστώ.