προκηρυκεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκηρῡκεύομαι''': ἀποθ., [[προκηρύσσω]] διὰ κήρυκος, [[δημοσίᾳ]] [[ἀναγγέλλω]], Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος [[διαπραγματεύομαι]], [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 23. 45· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 51. 14. | |lstext='''προκηρῡκεύομαι''': ἀποθ., [[προκηρύσσω]] διὰ κήρυκος, [[δημοσίᾳ]] [[ἀναγγέλλω]], Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος [[διαπραγματεύομαι]], [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 23. 45· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 51. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire annoncer par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κηρυκεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162. 2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.
German (Pape)
[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.