αἴκισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴκισμα''': -ατος, τό, [[κάκωσις]], [[βάσανος]], Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529. | |lstext='''αἴκισμα''': -ατος, τό, [[κάκωσις]], [[βάσανος]], Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />mauvais traitement, torture.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A outrage, torture, A.Pr.989, Lys.6.26:— in pl. -ίσματα νεκρῶν mutilated corpses, E.Ph.1529.
Greek (Liddell-Scott)
αἴκισμα: -ατος, τό, κάκωσις, βάσανος, Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mauvais traitement, torture.
Étymologie: αἰκίζω.