πνυκίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_11)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πνῠκίτης''': ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.
|lstext='''πνῠκίτης''': ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πυκνίτης]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 642] ὁ, richtiger πυκνίτης, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πνῠκίτης: ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ πυκνίτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πυκνίτης.