ἀκαταπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(6_18)
 
(big3_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταπολέμητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπολεμήσῃ, Ἐπιφ. Ἀγκυρ. τόμ. 2, σ. 20.
|lstext='''ἀκαταπολέμητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπολεμήσῃ, Ἐπιφ. Ἀγκυρ. τόμ. 2, σ. 20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[invencible]] Epiph.Const.<i>Anc</i>.14.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταπολέμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπολεμήσῃ, Ἐπιφ. Ἀγκυρ. τόμ. 2, σ. 20.

Spanish (DGE)

-ον invencible Epiph.Const.Anc.14.