συνεπιθωΰσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιθωΰσσω''': διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D. | |lstext='''συνεπιθωΰσσω''': διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exciter par ses cris.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιθωΰσσω]]. | |||
}} | }} |