ὠκύπους: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
|lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὠκύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπους Medium diacritics: ὠκύπους Low diacritics: ωκύπους Capitals: ΩΚΥΠΟΥΣ
Transliteration A: ōkýpous Transliteration B: ōkypous Transliteration C: okypous Beta Code: w)ku/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό: acc. masc.

   A ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. -πόδεσσι Il.2.383, etc.:—swift-footed, in Hom. always epith. of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.