κράνεον: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_9)
 
(21)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράνεον''': ἢ -ιον, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κρανείας, τὸ «[[κράνον]]», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1., 4. 4, 5· [[κράνεια]] [[οὕτως]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6.
|lstext='''κράνεον''': ἢ -ιον, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κρανείας, τὸ «[[κράνον]]», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1., 4. 4, 5· [[κράνεια]] [[οὕτως]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κράνεον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κράνειον]].
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κράνεον: ἢ -ιον, τό, ὁ καρπὸς τῆς κρανείας, τὸ «κράνον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1., 4. 4, 5· κράνεια οὕτως ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6.

Greek Monolingual

κράνεον, τὸ (Α)
βλ. κράνειον.