λαχανηρός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_4) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰχᾰνηρός''': -ά, -όν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν λαχάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3· τὰ λαχανηρά, λάχανα· [[καθόλου]], λαχανικά, [[αὐτόθι]] 6. 1, 2., 7. 1, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3. | |lstext='''λᾰχᾰνηρός''': -ά, -όν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν λαχάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3· τὰ λαχανηρά, λάχανα· [[καθόλου]], λαχανικά, [[αὐτόθι]] 6. 1, 2., 7. 1, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαχανηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιο [[είδος]] λαχάνων<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λαχανηρά</i><br />τα λάχανα, τα [[λαχανικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάχανον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οκν</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A of vegetable kind, τὸ λ. Thphr.HP7.1.1: pl., τὰ λ. vegetables, pot-herbs, ib.1.11.3, 6.1.2, CP6.9.3.
German (Pape)
[Seite 19] zu den Gartengewächsen, Gemüsen gehörig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνηρός: -ά, -όν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν λαχάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3· τὰ λαχανηρά, λάχανα· καθόλου, λαχανικά, αὐτόθι 6. 1, 2., 7. 1, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
λαχανηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά
τα λάχανα, τα λαχανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οκν-ηρός)].