σοφοδότις: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_12)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφοδότις''': -ιδος, ἡ, ἡ παρέχουσα σοφίαν, καὶ -δωρος, ον, Διον. Ἀρεοπ.
|lstext='''σοφοδότις''': -ιδος, ἡ, ἡ παρέχουσα σοφίαν, καὶ -δωρος, ον, Διον. Ἀρεοπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ότιδος, ἡ, Α<br />αυτή που δίνει [[σοφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δότις</i>, θηλ. του -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>φωτο</i>- <i>δότις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σοφοδότις: -ιδος, ἡ, ἡ παρέχουσα σοφίαν, καὶ -δωρος, ον, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-ότιδος, ἡ, Α
αυτή που δίνει σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -δότις, θηλ. του -δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο- δότις].