σοφοδότις
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
σοφοδότις: -ιδος, ἡ, ἡ παρέχουσα σοφίαν, καὶ -δωρος, ον, Διον. Ἀρεοπ.
-ότιδος, ἡ, Α
αυτή που δίνει σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -δότις, θηλ. του -δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο- δότις].