εὐχέτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχέτης''': ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.
|lstext='''εὐχέτης''': ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ [[εὐχέτης]], -ου, θηλ. εὐχέτις, -ιδος)<br />αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐν Χριστῷ [[εὐχέτης]]» — [[φράση]] που προτάσσεται της υπογραφής τών ανώτερων κληρικών.
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχέτης Medium diacritics: εὐχέτης Low diacritics: ευχέτης Capitals: ΕΥΧΕΤΗΣ
Transliteration A: euchétēs Transliteration B: euchetēs Transliteration C: efchetis Beta Code: eu)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who prays, Eust. 1725.57, Zonar.

German (Pape)

[Seite 1109] ὁ, der Beter, VLL., zur Bildung des vorigen Wortes angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχέτης: ὁ, ὁ εὐχόμενος ὑπέρ τινος, Δαμασκ. ΙΙ. 341Β.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ εὐχέτης, -ου, θηλ. εὐχέτις, -ιδος)
αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον
νεοελλ.
φρ. «ὁ ἐν Χριστῷ εὐχέτης» — φράση που προτάσσεται της υπογραφής τών ανώτερων κληρικών.