ἐνθρονίζω: Difference between revisions

From LSJ
(6_12)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνθρονίζω''': θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., [[κάθημαι]] ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).
|lstext='''ἐνθρονίζω''': θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., [[κάθημαι]] ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[colocar en un trono]], [[entronizar]] fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν LXX 4<i>Ma</i>.2.22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio</i> D.S.33.13<br /><b class="num">•</b>crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.<i>Symp</i>.168.<br /><b class="num">2</b> crist. [[establecer en una sede como obispo]], c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos</i> Socr.Sch.<i>HE</i> 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.<i>HE</i> 2.16.14, [[ἔνθα]] ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.<i>V.Chrys</i>.7.63, cf. 15.52.<br /><b class="num">3</b> [[establecer]], [[instalar]] c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.<i>H.Laus</i>.47.1.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med. [[tener su sede]], [[estar ubicado]] ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (<i>sc</i>. ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.1.2.5.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθρονίζω Medium diacritics: ἐνθρονίζω Low diacritics: ενθρονίζω Capitals: ΕΝΘΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: enthronízō Transliteration B: enthronizō Transliteration C: enthronizo Beta Code: e)nqroni/zw

English (LSJ)

   A place on a throme, metaph., τὸν ἡγεμόνα νοῦν LXX 4 Ma.2.22:—in lit. sense only Pass., ib.Es.1.2; τοῖς βασιλείοις D.S.33.13.

German (Pape)

[Seite 843] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονίζω: θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ κυρίως ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., κάθημαι ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).

Spanish (DGE)

I tr.
1 colocar en un trono, entronizar fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22
en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio D.S.33.13
crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.Symp.168.
2 crist. establecer en una sede como obispo, c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos Socr.Sch.HE 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.HE 2.16.14, ἔνθα ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.V.Chrys.7.63, cf. 15.52.
3 establecer, instalar c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.H.Laus.47.1.
II intr. en v. med. tener su sede, estar ubicado ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (sc. ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.Paed.1.2.5.