κυβοειδής: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] κύβῳ, [[κυβικός]], Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114. | |lstext='''κῠβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] κύβῳ, [[κυβικός]], Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κυβοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει [[σχήμα]] κύβου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «κυβοειδές [[οστό]]» — [[οστό]] του δεύτερου στοίχου τών οστών του ταρσού που έχει [[σχήμα]] κυβικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a cube, cubical, Epicur.Nat.14.5, Str.16.1.5, Dsc.5.98, Gal.5.668, Heliod. ap. Orib.49.4.47; ὀστοῦν Gal.UP3.7, al.
German (Pape)
[Seite 1523] ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβοειδής: -ές, ὅμοιος κύβῳ, κυβικός, Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114.
Greek Monolingual
-ές (Α κυβοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου
2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» — οστό του δεύτερου στοίχου τών οστών του ταρσού που έχει σχήμα κυβικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + -ειδής].