κυβοειδής
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
κυβοειδές, like a cube, cubical, Epicur.Nat.14.5, Str.16.1.5, Dsc.5.98, Gal.5.668, Heliod. ap. Orib.49.4.47; ὀστοῦν Gal.UP3.7, al.
German (Pape)
[Seite 1523] ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβοειδής: -ές, ὅμοιος κύβῳ, κυβικός, Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114.
Greek Monolingual
-ές (Α κυβοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου
2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» — οστό του δεύτερου στοίχου τών οστών του ταρσού που έχει σχήμα κυβικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + -ειδής].