φλοιῶτις: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(6_12) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλοιῶτις''': -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422. | |lstext='''φλοιῶτις''': -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῶτις</i>, θηλ. της κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πατρι</i>-<i>ῶτις</i>, <i>στρατι</i>-<i>ῶτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A made of rind, rind-covered, σκέπη Lyc.1422.
German (Pape)
[Seite 1293] ιδος, ἡ, aus Rinde, Bast bestehend, σκέπη Lycophr. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
φλοιῶτις: -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422.
Greek Monolingual
-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατρι-ῶτις, στρατι-ῶτις)].