τοξοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξοτευχής''': -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288. | |lstext='''τοξοτευχής''': -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[τεύχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A armed with the bow, A.Supp.288.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, mit Bogen und Pfeilen gerüstet, Aesch. Suppl. 285.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοτευχής: -ές, ὡπλισμένος διὰ τοῦ τόξου, εἰ τοξοτευχεῖς ἦτε Αἰσχύλ. Ἱκ. 288.