τρομαλεόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(6_18)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρομᾰλεόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. [[Νέστωρ]] Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.
|lstext='''τρομᾰλεόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. [[Νέστωρ]] Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φωνή]] η οποία προξενεί τρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρομαλέος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγριό</i>-<i>φωνος</i>]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της μτχ. [[τρεμάμενος]], κατ' [[επίδραση]] του [[τρόμος]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομᾰλεόφωνος Medium diacritics: τρομαλεόφωνος Low diacritics: τρομαλεόφωνος Capitals: ΤΡΟΜΑΛΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tromaleóphōnos Transliteration B: tromaleophōnos Transliteration C: tromaleofonos Beta Code: tromaleo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with trembling voice, Νέστωρ Eust.220.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρομᾰλεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. Νέστωρ Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό-φωνος]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν
(στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της μτχ. τρεμάμενος, κατ' επίδραση του τρόμος.