ἀρθρεμβόλησις: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(6_8)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρθρεμβόλησις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἐμβολή]], τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 [[ὡσαύτως]] -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai.
|lstext='''ἀρθρεμβόλησις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἐμβολή]], τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 [[ὡσαύτως]] -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ medic. [[reducción]] Apollon.Cit.1.1.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρεμβόλησις Medium diacritics: ἀρθρεμβόλησις Low diacritics: αρθρεμβόλησις Capitals: ΑΡΘΡΕΜΒΟΛΗΣΙΣ
Transliteration A: arthrembólēsis Transliteration B: arthrembolēsis Transliteration C: arthremvolisis Beta Code: a)rqrembo/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting of a limb, Apollon.Cit.1.1:—also ἀρθρεμ-βολία, ἡ, Orib.49.9.5.

German (Pape)

[Seite 350] ἡ, das Einrenken eines Gliedes, Chirurg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρεμβόλησις: -εως, ἡ, ἡ ἐμβολή, τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2 ὡσαύτως -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ medic. reducción Apollon.Cit.1.1.