μίμαρκυς: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίμαρκυς''': [ῐ], ἡ, «[[κοιλία]] καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ’ αἵματος σκευαζόμενα, [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός. ὁ δὲ Φερεκράτης παίζων καὶ ἐπὶ ὄνου φησὶ» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1112, Δίφιλ. ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1 (Ἀθήν. 401Α). (Λέξις ξενική: ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ὡσαύτως]] μίμαρκις).
|lstext='''μίμαρκυς''': [ῐ], ἡ, «[[κοιλία]] καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ’ αἵματος σκευαζόμενα, [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός. ὁ δὲ Φερεκράτης παίζων καὶ ἐπὶ ὄνου φησὶ» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1112, Δίφιλ. ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1 (Ἀθήν. 401Α). (Λέξις ξενική: ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ὡσαύτως]] μίμαρκις).
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />civet de lièvre ; <i>ou</i> d’autres animaux.<br />'''Étymologie:''' emprunt -- DELG cf. a-sax. mearh « saucisse ».
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίμαρκυς Medium diacritics: μίμαρκυς Low diacritics: μίμαρκυς Capitals: ΜΙΜΑΡΚΥΣ
Transliteration A: mímarkys Transliteration B: mimarkys Transliteration C: mimarkys Beta Code: mi/markus

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A hare-soup or jugged hare, with the blood of the animal in it, Ar.Ach.1112, Pherecr.221, Diph.1.

Greek (Liddell-Scott)

μίμαρκυς: [ῐ], ἡ, «κοιλία καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ’ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός. ὁ δὲ Φερεκράτης παίζων καὶ ἐπὶ ὄνου φησὶ» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1112, Δίφιλ. ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1 (Ἀθήν. 401Α). (Λέξις ξενική: ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ὡσαύτως μίμαρκις).

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
civet de lièvre ; ou d’autres animaux.
Étymologie: emprunt -- DELG cf. a-sax. mearh « saucisse ».