συνεσκευασμένως: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεσκευασμένως''': Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ [[συνεσκευασμένως]] (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
|lstext='''συνεσκευασμένως''': Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ [[συνεσκευασμένως]] (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />collectivement, ensemble.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συσκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσκευασμένως Medium diacritics: συνεσκευασμένως Low diacritics: συνεσκευασμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syneskeuasménōs Transliteration B: syneskeuasmenōs Transliteration C: syneskevasmenos Beta Code: suneskeuasme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.