σοφισματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφισμᾰτώδης''': -ες, [[σοφιστικός]], [[πλήρης]] σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
|lstext='''σοφισμᾰτώδης''': -ες, [[σοφιστικός]], [[πλήρης]] σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(για συλλογισμό) αυτός που έχει [[πολλά]] σοφίσματα, [[γεμάτος]] με σοφίσματα.
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφισμᾰτώδης Medium diacritics: σοφισματώδης Low diacritics: σοφισματώδης Capitals: ΣΟΦΙΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sophismatṓdēs Transliteration B: sophismatōdēs Transliteration C: sofismatodis Beta Code: sofismatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.

German (Pape)

[Seite 914] ες, einem σόφισμα ähnlich, Arist. top. 8, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σοφισμᾰτώδης: -ες, σοφιστικός, πλήρης σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σόφισμα, -ίσματος]
(για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα.