ἀρτόπτης: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_19) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτόπτης''': -ου, ὁ, ([[ὀπτάω]]) ὁ ὀπτῶν ἄρτους, ἀρτοποιὸς ἢ ἀρτοπώλης, Ἡσύχ. ἐν λέξει πάσανος, πρβλ. Ἰουβενάλ. 5. 72. 2) [[σκεῦος]] πρὸς ὄπτησιν ἄρτου, [[Πολυδ]]. Ι΄, 112, πρβλ. Πλαῦτ. Αὔλ. 2. 9, 4, Πλίν. 18, 11, 28. § 107. | |lstext='''ἀρτόπτης''': -ου, ὁ, ([[ὀπτάω]]) ὁ ὀπτῶν ἄρτους, ἀρτοποιὸς ἢ ἀρτοπώλης, Ἡσύχ. ἐν λέξει πάσανος, πρβλ. Ἰουβενάλ. 5. 72. 2) [[σκεῦος]] πρὸς ὄπτησιν ἄρτου, [[Πολυδ]]. Ι΄, 112, πρβλ. Πλαῦτ. Αὔλ. 2. 9, 4, Πλίν. 18, 11, 28. § 107. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[tahonero]] Hsch.s.u. πάσανος.<br /><b class="num">2</b> [[tartera o molde para cocer el pan]], [[ego ... artoptam ex proxumo peto]] Plaut.<i>Aul</i>.400, cf. Plin.<i>HN</i> 8.107, Poll.10.112. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὀπτάω)
A baker, Hsch. s.v. πάσανος. 2 pan for baking bread, Plin.HN18.107.
German (Pape)
[Seite 363] ὁ, der Bäcker; auch Geräth zum Brotbacken, artopta, Sp. bei Poll. 10, 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτόπτης: -ου, ὁ, (ὀπτάω) ὁ ὀπτῶν ἄρτους, ἀρτοποιὸς ἢ ἀρτοπώλης, Ἡσύχ. ἐν λέξει πάσανος, πρβλ. Ἰουβενάλ. 5. 72. 2) σκεῦος πρὸς ὄπτησιν ἄρτου, Πολυδ. Ι΄, 112, πρβλ. Πλαῦτ. Αὔλ. 2. 9, 4, Πλίν. 18, 11, 28. § 107.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 tahonero Hsch.s.u. πάσανος.
2 tartera o molde para cocer el pan, ego ... artoptam ex proxumo peto Plaut.Aul.400, cf. Plin.HN 8.107, Poll.10.112.