πολύδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύδεσμος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι». | |lstext='''πολύδεσμος''': -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux clous (<i>propr.</i> aux liens) nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], δέσμος. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.
German (Pape)
[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.