ἀπολύτρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολύτρωσις''': -εως, ἡ, ἡ δι’ ἀποτίσεως λύτρων [[ἀπελευθέρωσις]], μεταφορ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 28, πρὸς Ῥωμ. γ΄, 24, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀπολύτρωσις''': -εως, ἡ, ἡ δι’ ἀποτίσεως λύτρων [[ἀπελευθέρωσις]], μεταφορ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 28, πρὸς Ῥωμ. γ΄, 24, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />rachat d’un captif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολυτρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ransoming, αἰχμαλώτων Plu.Pomp.24 (pl.), cf. J.AJ12.2.3, Ph.2.463. II redemption by payment of ransom, deliverance, Ev. Luc.21.28, Ep.Rom.3.24, al.; of Nebuchadnezzar's recovery, LXX Da.4.30c; in NT, redemption, Ep.Rom.3.24,al.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, Freigebung für Lösegeld, Loskaufung, Plut. Pomp. 24; Erlösung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολύτρωσις: -εως, ἡ, ἡ δι’ ἀποτίσεως λύτρων ἀπελευθέρωσις, μεταφορ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 28, πρὸς Ῥωμ. γ΄, 24, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rachat d’un captif.
Étymologie: ἀπολυτρόω.