ἀμύριστος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμύριστος''': -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., [[τραχύς]], [[ἄξεστος]], ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.
|lstext='''ἀμύριστος''': -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., [[τραχύς]], [[ἄξεστος]], ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non parfumé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μυρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύριστος Medium diacritics: ἀμύριστος Low diacritics: αμύριστος Capitals: ΑΜΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: amýristos Transliteration B: amyristos Transliteration C: amyristos Beta Code: a)mu/ristos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene).    2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.

German (Pape)

[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.