πίανσις: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_8)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίανσις''': -εως, ἡ, [[πάχυνσις]], Achmes Ὀνειροκρ. 239.
|lstext='''πίανσις''': -εως, ἡ, [[πάχυνσις]], Achmes Ὀνειροκρ. 239.
}}
{{grml
|mltxt=-άνσεως, ἡ, Μ [[πιαίνω]]<br />η [[πάχυνση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πίανσις: -εως, ἡ, πάχυνσις, Achmes Ὀνειροκρ. 239.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, Μ πιαίνω
η πάχυνση.