ἐρύγμηλος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή). | |lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui mugit, mugissant.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, (ἐρῠγεῖν)
A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580. II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).
German (Pape)
[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.