καλλιπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε. | |lstext='''καλλιπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλιπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with beautiful face, Γαλάτεια Philox.8.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönem Angesicht, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
Greek Monolingual
καλλιπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.