διαμφισβητέω: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23. | |lstext='''διαμφισβητέω''': διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους [[περί]] τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι [[περί]] τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. [[περί]] τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· [[πρός]] τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ [[συζήτησις]], Δημ. 1097. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être en désaccord ; discuter ; <i>Pass.</i> être contesté <i>ou</i> discuté.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμφισβητέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A dispute, disagree, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Decr. ap.D.18.185, cf. Arist.MM1211a14; τινὶ περὶ μουσικῆς Ath.8.351a; ἀρετῆς κτλ. Plu.2.787d; δ. περί τινος lay claim to, Arist.Pol.1283b14; πρός τι ib.1287b35; δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων Id.PA648a24: abs., Id.Pol.1283a30, CPR1.20 (i A.D.), etc.:—Pass., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα not a few questions are debateable, Arist.EN1155a32; τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, D.44.57.
German (Pape)
[Seite 591] unter einander streiten; πρὸς ἀλλήλους περί τινος Dem. 18, 185 (im Psephisma); πρός τινα, Arist. Polit. 3, 16; περί τινος, 3, 13; Pol. 28, 9 u. a. Sp.; τινί τινος, mit Einem um etwas streiten, Plut. an seni 7; διαμφισβητεῖται, es wird gestritten, gezweifelt, Arist. Eth. Nic. 8, 1; τὰ διαμφισβητούμενα, streitige Punkte, Dem. 44, 57; Pol. 12, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διαμφισβητέω: διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι περί τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. περί τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· πρός τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ συζήτησις, Δημ. 1097. 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en désaccord ; discuter ; Pass. être contesté ou discuté.
Étymologie: διά, ἀμφισβητέω.