μελανότης: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(6_12) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ [[μέλας]], «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ [[λευκότης]], Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9 | |lstext='''μελᾰνότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ [[μέλας]], «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ [[λευκότης]], Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9 | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελᾰνότης:''' ητος ἡ чернота Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.244b17.
German (Pape)
[Seite 120] ητος, ἡ, die Schwärze, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφηρ. τοῦ μέλας, «μαυράδα», ἀντίθ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, (παραφρ.), Ὠριγέν. 492Α, Ἀναστ. Σιν. 64C, κλ. 9
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνότης: ητος ἡ чернота Arst.