ἐξελληνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελληνίζω''': [[μεταβάλλω]] εἰς Ἑλληνικόν, [[ἐξελληνίζω]] [[ὄνομα]], δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.
|lstext='''ἐξελληνίζω''': [[μεταβάλλω]] εἰς Ἑλληνικόν, [[ἐξελληνίζω]] [[ὄνομα]], δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=faire remonter à une origine grecque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλληνίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελληνίζω Medium diacritics: ἐξελληνίζω Low diacritics: εξελληνίζω Capitals: ΕΞΕΛΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: exellēnízō Transliteration B: exellēnizō Transliteration C: eksellinizo Beta Code: e)cellhni/zw

English (LSJ)

   A turn into Greek: ἐ. ὄνομα trace it to a Greek origin, Plu. Num.13; put it in a Greek form, J.AJ1.6.1.    II intr., to be good Greek, Anon.in SE63.37.

German (Pape)

[Seite 876] ganz griechisch machen, ὄνομα Plut-Num. 13; ins Griechische übersetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελληνίζω: μεταβάλλω εἰς Ἑλληνικόν, ἐξελληνίζω ὄνομα, δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

faire remonter à une origine grecque.
Étymologie: ἐξ, ἑλληνίζω.