προμνάομαι: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμνάομαι''': ἀποθ., προξενῶ, προξενεύω εἰς γάμον, προμνησαμένη τῷ Ἀετίωνι τήν... θυγατέρα Λουκ. Ἡρόδ. 6· ἡ προμνησαμένη, = [[προμνήστρια]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· καὶ μεταφορ., Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, 151Β. 2) συνιστῶ, [[συμβουλεύω]], τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσιών, προσερχόμενος συνίστα εἰς ἕκαστον νὰ πράξῃ τοιαῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 18· εὐθὺς εἶχε τὸν Κέθηγον ἐπαινέτην καὶ προμνώμενον τὴν Κιλικίαν, καὶ προσπαθοῦντα νὰ προμηθεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κιλικίας (εἰς ἣν ἤθελε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Λούκουλλος), Πλουτ. Λούκουλλ. 6· κωφότητα πρ. ὁ αὐτ. 2. 38Β· ― πρ. τινι ποιεῖν, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Μενέξ. 239C. ΙΙ. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, ὁ [[νοῦς]] μου προβλέπει τι, Σοφ. Ο. Κ. 1074. | |lstext='''προμνάομαι''': ἀποθ., προξενῶ, προξενεύω εἰς γάμον, προμνησαμένη τῷ Ἀετίωνι τήν... θυγατέρα Λουκ. Ἡρόδ. 6· ἡ προμνησαμένη, = [[προμνήστρια]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· καὶ μεταφορ., Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, 151Β. 2) συνιστῶ, [[συμβουλεύω]], τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσιών, προσερχόμενος συνίστα εἰς ἕκαστον νὰ πράξῃ τοιαῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 18· εὐθὺς εἶχε τὸν Κέθηγον ἐπαινέτην καὶ προμνώμενον τὴν Κιλικίαν, καὶ προσπαθοῦντα νὰ προμηθεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κιλικίας (εἰς ἣν ἤθελε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Λούκουλλος), Πλουτ. Λούκουλλ. 6· κωφότητα πρ. ὁ αὐτ. 2. 38Β· ― πρ. τινι ποιεῖν, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Μενέξ. 239C. ΙΙ. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, ὁ [[νοῦς]] μου προβλέπει τι, Σοφ. Ο. Κ. 1074. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> faire mention d’avance ; avertir : προμνᾶταί [[τί]] μοι [[γνώμα]] SOPH j’ai un pressentiment, <i>litt.</i> mon esprit m’avertit de qch;<br /><b>2</b> rechercher en mariage pour qqn : κόρην τινί LUC s’entremettre pour marier une jeune fille avec qqn, négocier le mariage d’une jeune fille ; <i>abs.</i> ἡ προμνησαμένη XÉN <i>c.</i> [[προμνήστρια]];<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> chercher à obtenir pour un autre : τινί [[τι]] qch pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μνάομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
A woo or court for another, Pl.Tht.150a; τινί τινα Luc. Herod.6; ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, X.Mem.2.6.36: metaph., Pl.Tht.151b; προμνᾶταί τί μοι γνώμα my mind woos me to hope, c. inf., S.OC1075: c. dat., woo themes for others, Pl.Mx.239c. 2 generally, endeavour to obtain, solicit, τοιαυ-τα π. ἑκάστῳ προσιών X. An.7.3.18; π. αὐτῷ Κιλικίαν solicit it for him, Plu.Luc.6; κωφότητα π. Id.2.38b.
German (Pape)
[Seite 734] für Einen werben; Plat. Theaet. 150 a 151 b; Xen. Mem. 2, 6, 36; auch anempfehlen, rathen, προμνώμενον ἄλλοις ἐς ᾠδὰς αὐτὰ θεῖναι, Plat. Menex. 239 c; so Xen. An. 7, 3, 18, wo es noch die Nebenbedeutung hat »Geschenke zu erhalten suchen«; vgl. Mem. 2, 6, 36. – Bei Soph. O. C. 1077, προμνᾶταί τί μοι γνώμα, meine Seele ahnet Etwas.
Greek (Liddell-Scott)
προμνάομαι: ἀποθ., προξενῶ, προξενεύω εἰς γάμον, προμνησαμένη τῷ Ἀετίωνι τήν... θυγατέρα Λουκ. Ἡρόδ. 6· ἡ προμνησαμένη, = προμνήστρια, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· καὶ μεταφορ., Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, 151Β. 2) συνιστῶ, συμβουλεύω, τοιαῦτα προὐμνᾶτο ἑκάστῳ προσιών, προσερχόμενος συνίστα εἰς ἕκαστον νὰ πράξῃ τοιαῦτα, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 18· εὐθὺς εἶχε τὸν Κέθηγον ἐπαινέτην καὶ προμνώμενον τὴν Κιλικίαν, καὶ προσπαθοῦντα νὰ προμηθεύσῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κιλικίας (εἰς ἣν ἤθελε νὰ ἀποσταλῇ ὁ Λούκουλλος), Πλουτ. Λούκουλλ. 6· κωφότητα πρ. ὁ αὐτ. 2. 38Β· ― πρ. τινι ποιεῖν, προσπαθῶ νὰ καταπείσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πλάτ. Μενέξ. 239C. ΙΙ. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, ὁ νοῦς μου προβλέπει τι, Σοφ. Ο. Κ. 1074.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 faire mention d’avance ; avertir : προμνᾶταί τί μοι γνώμα SOPH j’ai un pressentiment, litt. mon esprit m’avertit de qch;
2 rechercher en mariage pour qqn : κόρην τινί LUC s’entremettre pour marier une jeune fille avec qqn, négocier le mariage d’une jeune fille ; abs. ἡ προμνησαμένη XÉN c. προμνήστρια;
3 p. ext. chercher à obtenir pour un autre : τινί τι qch pour qqn.
Étymologie: πρό, μνάομαι.