ἀναείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναείρω''': ἀνυψῶ, σηκώνω [[ἐπάνω]] ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, [[αὐτόθι]] 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., [[ἀνεγείρω]], ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, [[ἐπιπλέω]], Ὀρφ. Ἀργ. 270.
|lstext='''ἀναείρω''': ἀνυψῶ, σηκώνω [[ἐπάνω]] ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, [[αὐτόθι]] 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., [[ἀνεγείρω]], ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, [[ἐπιπλέω]], Ὀρφ. Ἀργ. 270.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lever, soulever, acc.;<br /><b>2</b> enlever, emporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναείρω Medium diacritics: ἀναείρω Low diacritics: αναείρω Capitals: ΑΝΑΕΙΡΩ
Transliteration A: anaeírō Transliteration B: anaeirō Transliteration C: anaeiro Beta Code: a)naei/rw

English (LSJ)

   A lift up, of a wrestler, ἤ μ' ἀνάειρ', ἢ ἐγὼ σέ Il.23.724; ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα took them, carried them off, ib.614,778; ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι 7.130:—Med., lift up in one's arms, carry off, A.R.4.94:—Pass., arise, ἀνηέρθησαν ἄελλαι A.R.1.1078; of a ship, leave the stocks, Orph.A.268.

German (Pape)

[Seite 187] in die Höhe heben, Hom. öfters; χεῖρας ἀθανάτοισι, die Hände zu den Göttern, Il. 7, 130 u. sp. D.; ἀναειρόμενος, med., Ap. Rh. 4, 94; ἀνηέρθησαν ἄελλαι, erhoben sich, 1, 1078.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναείρω: ἀνυψῶ, σηκώνω ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, αὐτόθι 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., ἀνεγείρω, ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, ἐπιπλέω, Ὀρφ. Ἀργ. 270.

French (Bailly abrégé)

1 lever, soulever, acc.;
2 enlever, emporter, acc..
Étymologie: ἀνά, ἀείρω.