ὀρεσχάς: Difference between revisions
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεσχάς''': -άδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι. | |lstext='''ὀρεσχάς''': -άδος, ἡ, = [[ὄσχη]], Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρεσχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />η όσχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[ὀρεσχάς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρ</i>-<i>οσχάς</i>) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. <i>ὄρ</i>-<i>μενος</i> «[[βλαστός]]» και [[ὄσχη]] (Ι) «νέο [[κλήμα]]» και [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ε</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = ὄσχη, Harp. s.v. ὀσχοφόροι; = τὸ σὺν τοῖς βότρυσιν ἀφαιρεθὲν κλῆμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 373] άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσχάς: -άδος, ἡ, = ὄσχη, Ἁρποκρ. ἐν λ. ὀσχοφόροι.
Greek Monolingual
ὀρεσχάς, -άδος, ἡ (Α)
η όσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< ὀρ-οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ-μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή του -ο- σε -ε-].