σῆτες: Difference between revisions
From LSJ
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
(6_6) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῆτες''': Δωρ. [[σᾶτες]], τοῦτο τὸ [[ἔτος]], εἰς τὸν [[σᾶτες]] ἐνιαυτὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 10· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον εὕρηται ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[τῆτες]], ὃ ἴδε. | |lstext='''σῆτες''': Δωρ. [[σᾶτες]], τοῦτο τὸ [[ἔτος]], εἰς τὸν [[σᾶτες]] ἐνιαυτὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 10· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον εὕρηται ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ [[τῆτες]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. σᾱτες Α<br /><b>βλ.</b> [[τῆτες]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
(Ion. acc. to EM711.44), Dor. and Hellenistic σᾶτες IG (v. infr.), PCair.Zen.346.6 (iii B.C.), EM711.45:—
A this year, ἐς τὸν σᾶτες ἐνιαυτόν IG14.256.9 (Gela); mostly found in the Att. form τῆτες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 876] ion. u. gemeine Form, dafür äol. u. dor. σᾶτες, att. τῆτες, heuer, in diesem Jahre; wahrscheinlich von ἔτος, s. unter τῆτες.
Greek (Liddell-Scott)
σῆτες: Δωρ. σᾶτες, τοῦτο τὸ ἔτος, εἰς τὸν σᾶτες ἐνιαυτὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 10· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον εὕρηται ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ τῆτες, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σᾱτες Α
βλ. τῆτες.