ὡρακίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orakizo | |Transliteration C=orakizo | ||
|Beta Code=w(raki/zw | |Beta Code=w(raki/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[ὡρακιάω]], [[faint]], [[swoon away]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>823.33</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων. | |lstext='''ὡρᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 1 January 2021
English (LSJ)
ὡρακιάω, faint, swoon away, EM823.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· ἴσως ἕνεκα ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.